δυσαναλογία

δυσαναλογία
Η έλλειψη αναλογίας, συμμετρίας. (Χημ.) Οξειδοαναγωγικό, διαμοριακό φαινόμενο, που συντελείται όταν δύο μόρια αλδεϋδών ειδικού χημικού τύπου υποβάλλονται σε αντίδραση με την παρουσία ισχυρών αλκάλεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ένα από τα δύο μόρια μετατρέπεται στο αντίστοιχο οξύ, το οποίο οξειδώνεται σε βάρος του άλλου μορίου που ανάγεται στην αντίστοιχη αλκοόλη. To φαινόμενο αυτό ονομάζεται δ. ή δυσμεταβολή, καθώς και αντίδραση Κανιτσάρο, από το όνομα του Ιταλού χημικού που το ανακάλυψε το 1853. Οι αλδεΰδες που προκαλούν αυτό το είδος οξειδοαναγωγικής αντίδρασης έχουν όλες κοινό χαρακτηριστικό την έλλειψη ατόμου υδρογόνου ενωμένου με τον άνθρακα στην άλφα θέση (άτομο άνθρακα ενωμένο απευθείας με το καρβονύλιο). Γι’ αυτό τον λόγο, το φαινόμενο συντελείται πιο συχνά στις αλδεΰδες της αρωματικής σειράς, ενώ οι αντίστοιχες αλδεΰδες της αλειφατικής σειράς, εκτός από τη μυρμηκική αλδεΰδη, και οι τριτοταγείς αλδεΰδες με την παρουσία αλκαλίου προκαλούν αρκετά πολύπλοκες αντιδράσεις αλδολικής συμπύκνωσης και πολυμερισμού. Η πρώτη και πιο τυπική αντίδραση δ. είναι εκείνη που μελέτησε ο Κανιτσάρο, ο οποίος πέτυχε την αντίδραση με βενζαλδεΰδη με πυκνό υδροξείδιο του καλίου, από την οποία πήρε βενζυλική αλκοόλη και βενζοϊκό κάλιο (άλας του βενζοϊκού οξέος). Ο μηχανισμός των αντιδράσεων αυτών δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί πλήρως. Σύμφωνα με την περισσότερο αποδεκτή υπόθεση, σε πρώτη φάση σχηματίζεται ένα ενδιάμεσο παράγωγο, που προστίθεται μεταξύ του υδροξειδίου του καλίου και ενός μορίου αλδεΰδης. Στο προϊόν αυτό προστίθεται με ταχύτητα το άλλο μόριο της αλδεΰδης, οπότε στη φάση αυτή επέρχεται διάσπαση προς αλκοόλη και άλας του οξέος. Οι αλειφατικές αλδεΰδες, αντίθετα, δεν υπόκεινται στο φαινόμενο αυτό, επειδή σε αλκαλικό περιβάλλον η ταχύτητα αντίδρασης της αλδολικής συμπύκνωσης, που είναι τυπική για τις αλδεΰδες με άτομο υδρογόνου ενωμένο με τον άνθρακα στην άλφα θέση, είναι τόσο μεγάλη ώστε να μην επιτρέπει τη μετατροπή της και τη συντέλεση του φαινομένου της δ. Οι αντιδράσεις Κανιτσάρο παρουσιάζουν αρκετά μεγάλο ενδιαφέρον, τόσο για τις πρακτικές εφαρμογές τους όσο και για τον ρόλο που παίζουν στη βιολογία, όπου διενεργούνται καταλυτικά με ειδικά ένζυμα. Τυπικό παράδειγμα βιομηχανικής εφαρμογής είναι η παρασκευή του πενταερυθρίτη με δ., ο οποίος είναι ενδιάμεσο προϊόν της παρασκευής του εκρηκτικού υλικού που ονομάζεται πενθρίτης (νιτρικός πενταερυθρίτης).
* * *
η
έλλειψη ή πλήρης απουσία αναλογίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δυσαναλογία — η η ασυμμετρία: Υπάρχει δυσαναλογία αγοριών και κοριτσιών στην τάξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… …   Dictionary of Greek

  • αμετρία — η (Α ἀμετρία) [ἄμετρος] έλλειψη μέτρου, υπερβολή, δυσαναλογία, ασυμμετρία (αντίθ. τού συμμετρία) αρχ. 1. έλλειψη μέτρου ή μετριοπάθειας 2. άπειρο, αμέτρητο πλήθος …   Dictionary of Greek

  • ασυμμετρία — η (AM ἀσυμμετρία) η έλλειψη συμμετρίας, η δυσαναλογία αρχ. η ακαιρία, το να είναι κάτι παράκαιρο …   Dictionary of Greek

  • στεφανιαίος — α, ο / στεφανιαίος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που μοιάζει με στεφάνι ή αυτός που ανήκει στο στεφάνι νεοελλ. φρ. α) «στεφανιαία ανεπάρκεια» ιατρ. ανεπάρκεια αιμάτωσης τών στεφανιαίων αρτηριών, δυσαναλογία μεταξύ προσφερόμενου αίματος και τροφικών αναγκών …   Dictionary of Greek

  • αγροτική μεταρρύθμιση — Οργανικό σύνολο νομοθετικών και διοικητικών μέτρων, με τα οποία τροποποιείται η κατανομή και η διάρθρωση της έγγειας ιδιοκτησίας, με σκοπό τη βελτίωση της θέσης των αγροτών, την επίλυση των προβλημάτων ανεργίας ή υποαπασχόλησης στις αγροτικές… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ηρόδικος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Η. ο Σηλυβριανός (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός, παιδοτρίβης και διαιτολόγος. Καταγόταν από τη Σηλυβρία της Θράκης, παλιά μεγαρική αποικία. Σύγχρονος του Ιπποκράτη, άσκησε το ιατρικό του επάγγελμα στα Μέγαρα …   Dictionary of Greek

  • Κουζάνους, Νικολάους — (Nikolaus Cusanus ή Chrypffs ή Krebs von Cues, Κους, Γερμανία 1401; – Τόντι, Ιταλία 1464). Γερμανός ιερέας και φιλόσοφος. Σπούδασε νομική στην Πάντοβα, αλλά επέστρεψε στην Κολονία για θεολογικές σπουδές, στις οποίες και παρουσίαζε κλίση.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”